πλειοδοσία

πλειοδοσία
η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλειοδοτώ, προσφορά μεγαλύτερης τιμής σε πλειστηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλειοδοσία — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πλειοδοτώ. 2. προσφορά ανώτερης τιμής σε πλειοδοτική δημοπρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλειοδοτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλειοδοσία («πλειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... πλειοδοτικώς με πλειοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • αβαντζάρισμα — το [αβαντζάρω] 1. πλειοδοσία 2. καθαρό κέρδος 3. πλεόνασμα, περίσσευμα …   Dictionary of Greek

  • αβγάτιση — η [αβγατίζω] 1. αύξηση, πολλαπλασιασμός 2. η επιπλέον προσθήκη, προσαύξηση, επαύξηση 3. αύξηση τής τιμής, υπερτίμηση τής αξίας ενός πράγματος 4. πλειοδοσία …   Dictionary of Greek

  • δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • εκτιμώ — ( άω) και εχτιμώ και χτιμάω (AM ἐκτιμῶ) 1. τιμώ κάποιον ή κάτι ιδιαίτερα, αναγνωρίζω την αξία του κυρίως για ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες («τόν εκτιμώ για την τιμιότητά του», «εκτιμώ το ήθος και τη μόρφωσή του») 2. υπολογίζω την αξία («η εφορία …   Dictionary of Greek

  • επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • πλειοψηφία — και πλειονοψηφία, η, ΝΑ ο μεγαλύτερος αριθμός ψήφων, η πλειονότητα τών ψήφων ή τών ψηφοφόρων σε μία διαδικασία ψηφοφορίας νεοελλ. 1. φρ. α) «απόλυτη πλειοψηφία» (δημ. δίκ.) η συμφωνία τής βουλήσεως ως προς το συζητηθέν θέμα τού ημίσεως συν ενός… …   Dictionary of Greek

  • πλειστηρίαση — η, Ν πώληση με πλειοδοσία, πλειστηριασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”